λαβή

λαβή
η (AM λαβή)
1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.)
2. ο τρόπος με τον οποίο ένας παλαιστής πιάνει τον αντίπαλο και, γενικά, το πιάσιμο (α. «τού έκανε μια αριστοτεχνική λαβή και τόν έριξε» β. «λαβὴ πώγωνος», Πλούτ.)
3. αφορμή, ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση (α. «τού έδωσες λαβή και τήν εκμεταλλεύθηκε» β. «μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', ἐπειδή σοι λαβὴν δέδωκεν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. α) «λαβή τής σφύρας»
ανατ. η απόφυση τής σφύρας τού αφτιού που συνδέεται με τον τυμπανικό υμένα
β) «λαβή τού στέρνου»
ανατ. το επάνω τμήμα τού οστού τού στέρνου, που θυμίζει λαβή ξίφους
αρχ.
1. το να δέχεται ή να παίρνει κανείς κάτι, λήψη (α. «τὰς λαβὰς τοῡ φαρμάκου», Γαλ.
β. «τὸ νεῑκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν», Αισχύλ.)
2. (για νόσο) προσβολή
3. (σχετικά με σφαίρα) άρπαγμα
4. (για επίδεσμο) τύλιγμα
5. (για βελόνα) τρύπα
6. στον πληθ. αἱ λαβαί (για μυς) οι προσφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. -λαβ-ον αόρ. τού λαμβάνω*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαβή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβή — η 1. το μέρος απ όπου κρατούμε κάτι, το χερούλι: Άρπαξε το μαχαίρι από τη λαβή. 2. μτφ., αφορμή: Μη δίνεις συνεχώς λαβή για σχόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβῇ — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor subj pass 3rd sg λαβή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβη — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβῃ — λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λαμβάνω a aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβηι — λάβῃ , λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λάβῃ , λαμβάνω a aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβαῖς — λαβή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβαί — λαβή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβῆς — λαβή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβήν — λαβή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”